- όγε, ήγε, τόγε
- / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α)(η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα)1. ακολουθείται από ουσιαστικό («τόνγε ἄνακτα», Ομ. Ιλ.)2. βρίσκεται σε μία από τις προτάσεις ενός διαζευκτικού λόγου ή στην πρώτη ή στη δεύτερη («λάθοι ἄν ἤτοι μανεὶς ἤ ὅγε ἀπόπληκτος γενόμενος», Ηρόδ.)3. βρίσκεται σε αντιθετική πρόταση («Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων..., ἀλλ' ἥγ' ἀνεδύσετο», Ομ. Ιλ.)4. ακολουθεί το ὥς, όταν έχει τη σημασία: έτσι, με αυτόν τον τρόπο («ὥς τώγε κλαίοντε καὶ προσαυδήτην βασιλῆα», Ομ. Ιλ.)5. σπανίως το γε αποδίδεται με το πράγματι ή τουλάχιστον («Τεῡκρον... καὶ Λήϊτον.. τοὺς ὅγ' ἐποτρύνων», Ομ. Ιλ.)6. μερικές πτώσεις χρησιμοποιούνται επιρρηματικά: α) (η δοτ.) τῇγεσ' αυτόν τον τόπο, εδώβ) (η αιτ. τού ουδ.) τόγεγι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, έτσι όπως έχουν τα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁ, ἡ, τό (βλ. λ. ο, η, το) + μόριο γε].
Dictionary of Greek. 2013.